ἐπιδέσμων

ἐπιδέσμων
ἐπίδεσμον
upper
neut gen pl
ἐπίδεσμος
upper
masc gen pl
ἐπιδεσμεύω
bind up
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐπιδεσμεύω
bind up
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδεσμῶν — ἐπιδεσμέω bind up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιδεσμεύω bind up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιδεσμεύω bind up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐπιδεσμεύω bind up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποστειρωτής — ο συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποστείρωση του χειρουργικού υλικού, των επιδέσμων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • δεσμολογία — η το τμήμα τής χειρουργικής το οποίο πραγματεύεται περί επιδέσμων …   Dictionary of Greek

  • επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… …   Dictionary of Greek

  • επιδεσμολογία — η η ειδίκευση στην κατασκευή και εφαρμογή τών επιδέσμων …   Dictionary of Greek

  • επιδεσμοποιός — ο ο κατασκευαστής επιδέσμων …   Dictionary of Greek

  • κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”